Τεντ Μπάντι: Ο διαβόητος κατά συρροή δολοφόνος που κράτησαν τον εγκέφαλο του για πειράματα



Βρίσκεται ανάμεσα στους πιο διεστραμμένους serial killer παγκοσμίως. Ο Τεντ Μπάντι μπορεί να συγκεντρώσει πάνω του πολλά αντιφατικά, αλλά ως επί το πλείστον καθόλου κολακευτικά επίθετα.

Όποιος αναζητήσει πληροφορίες γι αυτόν ή για τη δράση του θα συναντήσει χαρακτηρισμούς όπως «κατά συρροή δολοφόνος», «βιαστής», «νεκρόφιλος», «απαγωγέας», «διαρρήκτης» και πολλά άλλα.

Θα βρεθεί μπροστά, επίσης, σε μία σειρά ντοκιμαντέρ από το Netflix με τίτλο «Συζήτηση με έναν Δολοφόνο: Τεντ Μπάντι» αλλά και στην ταινία «Τεντ Μπάντι, Ένας Γοητευτικός Δολοφόνος».

Η περίπτωσή του είναι πραγματικά τόσο ιδιαίτερη και ξεχωρίζει από άλλες, κατά συρροή δολοφόνων.

Είναι για την ακρίβεια η ιστορία ενός πανέξυπνου ανθρώπου που ξαφνικά... γυρίζει ο διακόπτης και μεταμορφώνεται σε αιμοσταγές κτήνος.

Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πως μετά από την εκτέλεσή του το 1989 στην ηλεκτρική καρέκλα, οι επιστήμονες κράτησαν τον εγκέφαλό του, ώστε να τον εξετάσουν. Να δουν, δηλαδή, αν κάποια βλάβη οδηγεί κάποιον σε αυτή την τρέλα.

Ο Τεντ Μπάντι είναι υπεύθυνος για τον θάνατο τουλάχιστον 36 γυναικών. Τόσες τουλάχιστον ομολόγησε αν και κατά διαστήματα έλεγε πως έχει διαπράξει πολλούς περισσότερους φόνους.

Και ίσως να έχει δίκιο, αφού ειδικά τα πρώτα χρόνια της δράσης του, η αστυνομία αδυνατούσε να πιστέψει πως ο συγκεκριμένος είναι δολοφόνος. Το 1974 ο Μπάντι είχε χτίσει το τέλειο προφίλ. Εξαιρετικός φοιτητής νομικής με στόχο να γίνει πολιτικός, γοητευτικός, με καθαρό ποινικό μητρώο και συνεργάτης τηλεφωνικής γραμμής για την πρόληψη των αυτοκτονιών.

Το μυστικό που του «χάλασε» το μυαλό


Κουβαλούσε όμως μία ιστορία, που δεν γνώριζε ούτε ο ίδιος και στην πορεία θα έπαιζε θεμέλιο ρόλο στο προφίλ του στυγνού εγκληματία.

Το 1946 η ανύπαντρη πολύ νεαρή μητέρα του και η οικογένειά της θα προσπαθούσαν να καλύψουν το στίγμα αυτή της εγκυμοσύνης στήνοντας μια νέα πραγματικότητα. Για 22 χρόνια, ως και 1968, ο Τεντ Μπάντι θεωρούσε τη μητέρα του ως τη μεγάλη του αδερφή και τους παππούδες του, ως του γονείς του. Έτσι παρουσιάζονταν στο στην Βερμόντ της Φλόριντα και έτσι γνώριζε την οικογένειά του ο Μπάντι. Λίγα χρόνια αργότερα η μητέρα του θα παντρευόταν τον Τζόνι Μπάντι και μαζί θα υιοθετούσαν τον πεντάχρονο Τεντ.

Το 1968, λοιπόν, ο Τεντ, έμαθε την αλήθεια που του ανέτρεψε όλη τη ζωή. Αυτό επιβεβαίωσε και η τότε φίλη του Στέφανι Μπρουκς, με την οποία ξαναπροσπάθησε μερικά χρόνια αργότερα όταν και έδειξε να βρίσκει τον εαυτό του.

Η πραγματικότητα όμως ήταν εντελώς διαφορετική.

Τρόμος στα Πανεπιστήμια


Το 1974 άρχισαν να εξαφανίζονται νεαρά κορίτσια από το Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον. 

Το πρώτο του θύμα φαίνεται πως ήταν η 18χρονη Τζόνι Λενς, την οποία ο διαρρήκτης του δωματίου της, την είχε κακοποιήσει. Η φοιτήτρια επέζησε αλλά έχοντας σοβαρές εγκεφαλικές βλάβες σε σημείο που να μην θυμάται τι ακριβώς είχε συμβεί.

Έναν μήνα περίπου αργότερα, την τελευταία ημέρα του Γενάρη, χάθηκε από το δωμάτιό της η 21χρονη Λίντα Αν Χίλι. Πίσω είχαν μείνει τα ματωμένα της ρούχα. Δεν την είδε ποτέ ξανά κανείς. Και έπρεπε να περάσει ένας και πλέον χρόνος για να βρεθεί το κρανίο της. Σε έναν ομαδικό τάφο μαζί με ό,τι είχε απομείνει από τα θύματα του ίδιου δολοφόνου.

Ο Μπάντι είχε βρει το τέλειο κόλπο. Εκμεταλλευόμενος την εξωτερική του εμφάνιση, προσποιούνταν πως είχε σπασμένο χέρι ή πόδι και ζητούσε από τα -μελλοντικά- θύματά του να τον βοηθήσουν να μεταφέρει κάτι στο αυτοκίνητό του. Και συνήθως αυτά ήταν τα τελευταία βήματα ζωής για όλα αυτά τα νεαρά κορίτσια.

Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα ο Μπάντι, τις βίαζε, τις στραγγάλιζε ή έλιωνε το κρανίο τους με έναν λοστό και εν συνεχεία τις έθαβε. Πολλές φορές επέστρεφε στο σημείο και για να κάνει σεξ και πάλι με τα νεκρά σώματα. Μερικές από αυτές τις αποκεφάλισε κρατώντας τα κρανία στο σπίτι του. Πρέπει, δε, να σημειωθεί πως σχεδόν όλα τα θύματά του είχαν ίδια μαλλιά και χτένισμα με την Στέφανι Μπρουκς. Τη γυναίκα που είχε ερωτευθεί και στη συνέχεια άφησε.

Η δράση του ήταν ασταμάτητη. Υπολογίζεται πως μέχρι και τον Ιούλιο του 1974 είχε σκοτώσει 8 κοπέλες στην Ουάσινγκτον, και τον επόμενο χρόνο άλλες 9 στη Γιούτα και το Κολοράντο.

Η μοιραία απόδραση


Πολύ πριν τον συλλάβουν, αρκετές κοπέλες είχαν καταφύγει στην αστυνομία καταγγέλοντας πως τις πλησίασε κάποιος «Τεντ». Η άρνησή τους εκείνη τους είχε χαρίσει τη ζωή, όμως η καταγγελία τους δεν οδηγούσε στον Τεντ Μπάντι, καθώς κανείς -μιλάμε για τη δεκαετία του '70- δεν υποπτευόταν τον συγκεκριμένο άνθρωπο.

Η 18χρονη Κάρολ Ντα Ροντς ήταν ένα από τα ελάχιστα θύματα που κατάφεραν να γλιτώσουν από τα δολοφονικά ένστικτα του Μπάντι και να παράλληλα τα ανοίξει τον δρόμο για τη σύλληψή του. Και μάλιστα το έκανε, ανοίγοντας την πόρτα... του αυτοκινήτου του  επίδοξου δολοφόνου της. Πήξηξε εν κινήσει από το αυτοκίνητο και τον κατήγγειλε στην αστυνομία.

Κάπου εκεί ήταν η αρχή του τέλος, αλλά συνάμα κάπως έτσι άρχισε και ο... δεύτερος τόμος με τα κατορθώματά του.

Το Αύγουστο του 1975 σε έλεγχο της αστυνομίας στο αυτοκίνητό του, βρέθηκαν αντικείμενα όπως λοστοί, χειροπέδες, σχοινιά, μάσκες και παγοθραύστες. Όμως τα σημαντικότερα ευρύματα ήρθαν όταν έγινε πιο ενδελεχής έλεγχος. Ήταν τρίχες από την Ντα Ροτς.

Έτσι οι αρχές κατάφεραν να τον συνδέσουν με την απαγωγή. Εκείνη τον αναγνώρισε και ο Μπαντι καταδικάστηκε το 1976 σε 15 χρόνια. Μάλιστα επειδή κανείς δικηγόρος δεν τον αναλάμβανε, υπερασπίστηκε ο ίδιος τον εαυτό του και έπαιρνε άδειες ώστε να επισκέπτεται τις βιβλιοθήκες.

Δραπέτης και δολοφόνος ξανά


Τον Ιούνιο του 1977 σε μία από αυτές τις επισκέψεις, απέδρασε με τις αρχές να τον εντοπίζουν έξι ημέρες αργότερα. Τον Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου όμως κατάφερε να το σκάσει και πάλι. Άλλαξε πολιτεία και τον Ιανουάριο του 1978 διέρρηξε ένα σπίτι με φοιτήτριες. Βίασε και στραγγάλισε δύο από τις κοπέλες που ήταν στο σπίτι, ενώ άλλες τρεις ξέφυγαν. Λίγες ημέρες αργότερα ολοκλήρωσε την κτηνωδία του, απαγάγοντας και σκοτώνοντας ένα 12χρονο κορίτσι.

Στις 12 Φεβρουαρίου η αστυνομία τον έπιασε ξανά και τον Ιούνιο του '79 άρχισε η νέα δίκη του. Και πάλι σε ρόλο συνηγόρου του ο ίδιος, όμως δεν κατάφερε και πολλά. Η απόφαση ήταν η θανατική ποινή και η εκτέλεση στην ηλεκτρική καρέκλα.

Ο ίδιος ισχυριζόταν πως είναι αθώος, όμως τα όσα ακούστηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης μόνο σε κάτι τέτοιο δεν συντελούσαν. Ταυτοποιήθηκαν αποτυπώματα των δοντιών του σε πτώματα, ακούστηκαν ανατριχιαστικές ιστορίες για πολλά από τα θύματά του και για τον βασανιστικό τρόπο που πέθαναν. Ήρθαν στο φως οι ασέλγειες του και πάνω στα πτώματα καθώς πολλές φορές τα μακιγιάριζε και τα φωτογράφιζε.

Ακόμα και μέσα στη φυλακή -όπου υπήρξε η φημολογία πως βιάστηκε από συγκρατούμενούς του- ο μύθος του συντηρήθηκε και απέκτησε πολλές θαυμάστριες που βρίσκονταν στη δίκη του για να το στηρίξουν. Με μία από αυτές, την Κάρολ Αν Μπουν, παντρεύτηκαν και απέκτησαν και ένα παιδί.

Εκτελέστηκε στις 24 Ιανουαρίου του 1989 και μόνο λίγο πριν παραδέχθηκε πως ήταν ένοχος και άφησε να εννοηθεί πως τα θύματά του μπορεί να είναι πολλά περισσότερα.

Κι όμως... φυσιολογικός εγκέφαλος


Μετά από την εκτέλεσή του, επιστήμονες κράτησαν τον εγκέφαλό του ώστε να τον εξετάσουν. Πραγματοποιήθηκαν πολλά πειράματα ώστε να δουν τι μπορεί να τον οδήγησε σε αυτή τη συμπεριφορά.

Υπήρχαν τότε μελέτες που συνέδεαν εγκεφαλικούς τραυματισμούς με την εγκληματικότητα.

Ο Μπάντι είχε πει στην αστυνομία πως όταν ένιωθε την επιθυμία να σκοτώσει και να βιάσει ένιωθε να ένα κύμα να πλημμυρίζει τον εγκέφαλό του. Το συνέκρινε με τον εθισμό στα ναρκωτικά.

Κι όμως. Οι επιστήμονες δεν βρήκαν κάτι. Όλα ήταν εντελώς φυσιολογικά καθώς στον εγκέφαλό του δεν υπήρχαν ούτε τραυματισμοί ούτε παραμορφώσεις.

Ήταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος που μεταμορφώθηκε σε κτήνος. 

Ήταν ένα «σαδιστικό άτομο που λάμβανε ευχαρίστηση από τον ανθρώπινο πόνο και τον έλεγχο, έως θανάτου, που ασκούσε πάνω στα θύματά του» όπως τον περιέγραψε η βιογράφος Ανν Ρούλ.

Ήταν «ο πιο ανηλεής μπάσταρδος που θα γνωρίσετε ποτέ» όπως είπε ο ίδιος για τον εαυτό του...

​Το κείμενο δημοσιεύθηκε στις 30/01/2021 στo Reader.gr

Σχόλια